διαπύηση

διαπύηση
[-ις (-εως)] η нагноение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαπύηση" в других словарях:

  • διαπύηση — η το απόστημα, ο σχηματισμός πύου σε μια φλεγμονή: Με ανησυχεί η διαπύηση της πληγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπύηση — η (Α διαπύησις, εως) [διαπυώ] σχηματισμός ή ροή πύου σε φλεγμονή …   Dictionary of Greek

  • διαπυήσῃ — διαπυήσηι , διαπύησις suppuration fem dat sg (epic) διαπυέω suppurate aor subj mid 2nd sg διαπυέω suppurate aor subj act 3rd sg διαπυέω suppurate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • διαπυητικός — ή, ό σχετικός με τη διαπύηση …   Dictionary of Greek

  • διαπυώ — (Α διαπυῶ, έω) προκαλώ διαπύηση, κάνω κάτι πυώδες (αμτθ.) γίνομαι πυώδης, πυορροώ …   Dictionary of Greek

  • εκπύησις — ἐκπύησις, η (Α) διαπύηση …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • επιπύησις — ἐπιπύησις, ἡ (Α) [πύησις] η εκ νέου εμπύηση, η διαπύηση* …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • κακοφορμίζω — 1. (για τραύματα, εξανθήματα κ.λπ.) (αμβτ.) ερεθίζομαι, φλεγμαίνομαι, παίρνω άσχημη τροπή, διαπυούμαι («κακοφόρμισε η πληγή σου») 2. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή ή διαπύηση τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φορμίζω (< ἀφορμίζω) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»